Σαμαρῖτις

Σαμαρῖτις
Σαμαρῖτις, ιδος, ἡ (also Σαμαρεῖτις; 1 Macc 10:30; 11:28; EpArist 107; Jos., Bell. 3, 48 al.; IG III, 2892) fem. of Σαμαρίτης adj. and subst., Samaritan ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρῖτις the Samaritan woman J 4:9a; cp. 9b.—TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • Σαμαρείτις — και Σαμαρῑτις, ίτιδος, ἡ, ΜΑ βλ. Σαμαρείτης …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՄԱՐՈՒՀԻ — (հւոյ.) NBH 2 0691 Chronological Sequence: 13c, 14c ա.գ. σαμαρῖτις samaritana. Սամարացի կին. *Ընդ սամարիա (անցանէր), որպէս զի աշակերտեսցէ զսամարուհին: Սամարուհւոյ անունն, յորմէ քրիստոս ջուր խնդրեաց, փոտինա: Շնորհել սամարուհւոյ կենդանի ջուր. Երզն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”